εξήμαρ

εξήμαρ
ἑξῆμαρ (Α)
επίρρ. επί έξι ημέρες («ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε και ἧμαρ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ήμαρ «ημέρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἑξῆμαρ — for six days indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήμαρ — ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”